κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… … Dictionary of Greek
κράτηση — η 1. κράτημα, συγκράτηση, σταμάτημα. 2. ποινή για πταισματικές παραβάσεις, φυλάκιση. 3. πειθαρχική ποινή στρατιωτικών. 4. αφαίρεση, κατακράτηση ορισμένων ποσοστών από το μισθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατήση — κράτησις might fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατήσῃ — κρατήσηι , κράτησις might fem dat sg (epic) κρατέω to be strong aor subj mid 2nd sg κρατέω to be strong aor subj act 3rd sg κρατέω to be strong fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατήσηι — κράτησις might fem dat sg (epic) κρατήσῃ , κρατέω to be strong aor subj mid 2nd sg κρατήσῃ , κρατέω to be strong aor subj act 3rd sg κρατήσῃ , κρατέω to be strong fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek
ἀκρατήσῃ — ἀκρατέω to be aor subj mid 2nd sg ἀκρατέω to be aor subj act 3rd sg ἀκρατέω to be fut ind mid 2nd sg ἀ̱κρατήσῃ , ἀκρατέω to be futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱κρατήσῃ , ἀκρατέω to be futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
ένταλμα — το (AM ἔνταλμα) εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ) μσν. νεοελλ. έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής νεοελλ. 1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… … Dictionary of Greek